- χαλκογραφικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χαλκογραφία ή στο χαλκογράφο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλκογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χαλκογραφία ή στον χαλκογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1736 στον Αντ. Κατηφόρη] … Dictionary of Greek
πρόστυπος — η, ο ο ελαφρά ανάγλυφος (αντίθ. έκτυπος): Πρόστυπος χαλκογραφικός πίνακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)